-
1 συ-στέλλω
συ-στέλλω, 1) zusammenziehen, einziehen; τὰ ἱστία, Ar. Ran. 997; ξυστείλασϑαι τὰ ἱμάτια, Eccl. 99; dah. verkürzen, vermindern, τὴν δίαιταν, Plut. Cat. min. 4; insbes. das Gesicht zusammenziehen und in Falten legen, Luc. D. mer. 13, 5. – Bei den Gramm. eine Sylbe kurz brauchen, u. pass. kurz sein, Ggstz ἐκτείνω. – 2) zurückziehen, zurücktreiben, abhalten. – 3) übertr., demüthigen, niederschlagen; τὰ μέγιστα πολλάκις ϑεὸς συνέστειλεν, Eur. frg. Teleph. 25; συνέσταλμαι κακοῖς, Herc. Fur. 1417; πρὸς ταῦτα συστέλλου σεαυτήν, Ar. Eccl. 486; εἰς εὐτέλειαν ξυστελλόμενοι, Thuc. 8, 4; καὶ ταπεινοῠν, Plat. Lys. 210 e; ὡς τὸ μέτριον μᾶλλον συνέστειλε, Legg. III, 691 e; ἁμαρτήματα εἰς ἐλάχιστον συστεῖλαι, Dem. 18, 246, wie γῆ ἐς βραχὺ συνεσταλμένη, Luc. Icarom. 12; συνέστειλε τὸν δῆμον εἰς ὑπηρέσιον, Plut. Them. 4; neben ἐταπείνωσε τὸ φρόνημα, Cim. 12. – Pass. niedergeschlagen, muthlos sein, Plut. Lys. 12; συσταλῆναι, bestürzt werden, Pol. 24, 5, 13.
См. также в других словарях:
μακρός — ά, ό (AM μακρός, ά, όν, ιων. θηλ. μακρή) 1. αυτός που έχει μεγάλο μήκος, μακρύς, επιμήκης (α. «μακροί δρόμοι» β. «οὕνεκ ἄρ οὐ τόξοισι μαχέσκετο δουρί τε μακρῷ», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που έχει μεγάλο ύψος, υψηλός (α. «μακρός στύλος» β. «γαῑα... ξυνή … Dictionary of Greek
φύση — η / φύσις, εως, ΝΜΑ 1. το σύνολο τών φυσικών ιδιοτήτων, η σύσταση ή η κατάσταση ενός πράγματος (α. «δεν τό επιτρέπει η φύση τής χώρας» β. «τέτοια είναι η φύση τού πολιτεύματος» γ. «καί μοι φύσιν αὐοῦ [τοῦ φαρμάκου] ἔδειξεν», Ομ. Οδ. δ. «ἡ φύσις… … Dictionary of Greek
βέομαι — και βείομαι (Α) θα ζήσω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βέομαι ανήκει στην ίδια ομάδα με τα βίος εβίων, χρησιμοποιείται στον Όμηρο με σημασία μέλλοντος και θεωρείται υποτακτική με βραχύ φωνήεν ενός αρχαίου αθέματου ρήματος της δισύλλαβης ρίζας *gwey(∂) , με απαθή … Dictionary of Greek
πίνω — ΝΜΑ, αιολ. τ. πώνω Α 1. εισάγω στο στομάχι υγρό από το στόμα 2. (με ειδική σημ.) καταναλώνω κρασί ή άλλα οινοπνευματώδη ποτά (α. «αυτός πίνει πολύ» β. «οὕτω πίνοντας πρὸς ἡδονήν», Πλάτ.) 3. μτφ. απορροφώ, ρουφώ, τραβώ (α. «το φαΐ ήπιε όλο το… … Dictionary of Greek
παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… … Dictionary of Greek
σταυρός — Πανάρχαιο ξύλινο όργανο βασανισμού που κατασκευαζόταν με δύο δοκάρια το ένα κάθετο καρφωμένο στη γη και το άλλο οριζόντιο. Τα πιο συνηθισμένα σχήματα των σ. ήταν τρία: το κύριο σταυρικό, όπου το κάθετο δοκάρι ξεπερνούσε σε ύψος το οριζόντιο· το… … Dictionary of Greek
ψαφαρός — ή, ό / ψαφαρός, ά, όν, ΝΑ, και ιων. τ. ψαφερός, ή, όν, Α αυτός που μπορεί εύκολα να κονιοποιηθεί, εύθρυπτος αρχ. 1. (για έδαφος) αμμώδης ή ρηγματωμένος 2. (για αδένες και για τον εγκέφαλο) αυτός που έχει χαλαρή σύσταση 3. (για υγρό) αραιός 4.… … Dictionary of Greek